ἑταιρειώτης

ἑταιρειώτης
ἑταιρειώτης
member of a
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εταιρειώτης — ἑταιρειώτης, ὁ (ΑΜ) [εταιρεία] μσν. στο Βυζάντιο, αυτός που ανήκει στην εταιρεία, στρατιωτική μονάδα τής βασιλικής φρουράς αρχ. μέλος εταιρείας, συντροφιάς, συλλόγου …   Dictionary of Greek

  • ἑταιρειώταις — ἑταιρειώτης member of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”